ἐξελεῖν

ἐξελεῖν
ἐξαιρέω
take out
aor inf act (attic epic doric)
ἐξαιρέω
take out
fut inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • λαλάζω — (Α) (ποιητ. τ.) [λαλώ] 1. θορυβώ, ηχώ, αντηχώ («μηδ ὥστε κῡμα πόντιον λάλαζε», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λαλάξαι τὴν γλῶσσαν ἐξελεῑν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”